- φενακίζει
- φενᾱκίζει , φενακίζωplay thepres ind mp 2nd sgφενᾱκίζει , φενακίζωplay thepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φενακιστικός — ή, ό / φενακιστικός, ή, όν, ΝΑ [φενακίζω] αυτός που φενακίζει, που εξαπατά νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκοπό τον φενακισμό ή αυτός που προσιδιάζει στον φενακιστή. επίρρ... φενακιστικώς / φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν με φενακιστικό, απατηλό … Dictionary of Greek